Jules Supervielle, L'Enfant de la Haute Mer
Σ’αυτή την ιστορία, ο Jules Supervielle (1884-1960) αφηγείται την τραγική ύπαρξη ενός μικρού κοριτσιού, δέσμιου μιας παράξενης πόλης, εντοιχισμένης ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και εκείνον των νεκρών, ανάμεσα γης και ωκεανού. Το κορίτσι διασχίζει ακούραστα τον μοναδικό δρόμο από νερό, της μικρής πόλης που είναι χτισμένη στον ανοιχτό Ατλαντικό, πάνω από μια άβυσσο έξη χιλιάδων μέτρων. Απελπιστικά μόνη, προσπαθεί μάταια να ξυπνήσει τις ψυχές αυτής της πόλης-φάντασμα, να σπρώξει τους δείκτες του ρολογιού του χρόνου, παγωμένου κι ακίνητου.
Σ’ένα τελευταίο σκίρτημα, προσπαθεί να πνιγεί στη θάλασσα για να συναντήσει την αιωνιότητα των νεκρών. Αλλά το αδύναμο κύμα, την ξαναρίχνει στον απαράλλαχτο κόσμο της, που αιωρείται ανάμεσα στα δύο σύμπαντα, στα οποία δεν θα έχει πια ποτέ πρόσβαση. Η ιστορία τελειώνει λοιπόν με μία εξαιρετική παράγραφο, που δίνει από μόνη της όλο το νόημα του κειμένου:
«Ναυτικοί που ονειρεύεστε στην ανοιχτή θάλασσα, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στην κουπαστή, ποτέ μη σκεφτείτε για πολύ, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ένα αγαπημένο πρόσωπο. Υπάρχει ο κίνδυνος να φέρετε στον κόσμο, μέσα σε τόπους ερημικούς, μια ύπαρξη προικισμένη με όλες τις ανθρώπινες ευαισθησίες, που δεν θα μπορέσει ούτε να ζήσει, ούτε να πεθάνει, ούτε ν’αγαπήσει, κι όμως θα υποφέρει σαν να ζούσε, σαν ν’αγαπούσε, και θα είναι πάντα ετοιμοθάνατη · μια ύπαρξη ατέλειωτα στερημένη, μέσα στην υδάτινη μοναξιά, όπως αυτό το κορίτσι του Ωκεανού, που γεννήθηκε μια μέρα από τον νού του Charles Liévens, από το Steenvoorde, του ναύκληρου της γέφυρας του τετρακάταρτου ‘Ο Τολμηρός’, που έχασε την δωδεκάχρονη κόρη του, και στη διάρκεια ενός από τα ταξίδια του, μια φοβερή νύχτα, στους 55° γεωγραφικό πλάτος, βόρειο και τους 35° γεωγραφικό μήκος, δυτικό, την σκέφτηκε πολύ, με μια ένταση τρομαχτική, για κακή τύχη του κοριτσιού αυτού».
Είναι λοιπόν η αγάπη του πατέρα, αυτή η «τρομαχτική δύναμη», που εμποδίζει το κορίτσι του ν’αφήσει το γήινο κόσμο και να βρει ανάπαυση στον κόσμο των νεκρών. Εύκολα καταλαβαίνουμε, πόσο η οδύνη μιας χαμένης αγάπης μπορεί να μας οδηγήσει στο να θέλουμε να την κάνουμε να ξαναζήσει, με οποιοδήποτε τίμημα. Όμως όχι με οποιοδήποτε τίμημα. Το κόστος που πληρώνει το παιδί της ανοιχτής θάλασσας, είναι αυτό του εγκλεισμού. Πρώτα-πρώτα ενός εγκλεισμού στο σώμα, αφού το κορίτσι δεν μεγαλώνει, δεν αλλάζει. Θα είναι πάντα δώδεκα χρονών, θα έχει μια ηλικία που από πρόσκαιρη θα γίνει οριστική, και θα την εμποδίζει να γίνει γυναίκα. Κι ύστερα, η συναισθηματική απομόνωση, αφού το κορίτσι είναι αποκομμένο από κάθε ανθρώπινη σχέση, κι απ’τον ίδιο τον εαυτό της, μιας και δεν θα μπορέσει ποτέ να επαληθεύσει τα συναισθήματά της απέναντι στους άλλους. Πρόκειται για μία έμμονη ιδέα που συντηρεί μια αγάπη στατική, που φρενάρει την ορμή, την κίνηση, που αρνείται την αλλαγή, την εξέλιξη. Μια ιδιοποίηση του άλλου, που τον «αντικειμενοποιεί». Μία αγάπη, που με πρόσχημα την αγάπη, τον απονευρώνει, τον απονεκρώνει, του στερεί την ίδια του την απόσταση, την ελευθερία να υπάρχει.
Μια τύφλωση, που δεν σου επιτρέπει να αναγνωρίσεις στον άλλο τη δική του ικανότητα αφύπνισης, τη δική του προσωπική σχέση με τον κόσμο. Μια αγάπη που νομίζεις πως θα χαθεί αν απομακρυνθεί από σένα, ενώ αυτή πεθαίνει γιατί δεν μπορεί ν’αρμενίσει. Μια αγάπη που δεν μπορείς να ορίσεις αλλιώς, παρά μόνο μέσα από την ανάγκη που την έχεις. Μια αγάπη που σβήνει, γιατί θέλει τα κατέχει τα πάντα, να περιέχει τα πάντα, γιατί δεν δίνεται. Μια αγάπη που δεν θέλει να ξεχαστεί, για να ξαναβρεθεί καλύτερα.
Από την πολύ καλή παρουσίαση στο: Regards sur l’éveil