Μώμος: Θεός του γέλιου και της σάτιρας, προσωποποίηση της μομφής και της κατηγορίας.
«…Νυξ δ΄έτεκε στυγερόν τε Μόρον και Κύρα μέλαιναν
και θάνατον τέκε δ΄Ύπνον, έτικτε δε φύλον Ονείρων
δεύτερον αυ Μώμον και Οϊζύν αλγινόεσσαν
ου τινί κοιμηθείσα Θεών τέκε Νυξ ερεβεννή»
Ο Μώμος προέρχεται από το ομηρικό ρήμα μω, που σημαίνει αναζητώ, ψάχνω να βρω ελάττωμα(κουσούρι). Εκφράσεις στα ποντιακά:
« Μω το νόμο σ΄, μω σε, μω π΄έπλανε σε, μω την πίστη σ΄ »
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, άριστο ήταν το έργο που ο Μώμος δεν είχε τίποτα να πει.
«…ο αεί επιζητών και μηδέν των άλλων ικανόν νομίζων,
αλλ΄ενδείν του κρείττονος, αεί παν οτιούν λέγων και διασύρων»
Από το «Μώμος» προέρχονται και οι λέξεις «μίμος» και «μίμησις».
Η λατρεία του Θεού Μώμου τελείται από ιερείς και είναι μυστική και απόκρυφη. Μόνο ευγενείς συμμετέχουν στην ιεροτελεστία.
«… Η Βακχική όρχησις εν Ιωνία μάλιστα και εν Πόντω σπουδαζομένη καίτοι σατυρική ούσα ούτω κεχείρωται τους ανθρώπους τους εκεί ώστε κατά τον τεταγμένον έκαστοι καιρόν απάντων επιλαθόμενοι των άλλων κάθηνται δι ημέρας τιτάνας και κορύβαντας και σατύρους και βουκόλους ορώντες-και ορχούνται γε ταύτα οι ευγενεστάτοι και πρωτεύοντες εν εκάστη των πόλεων ουχ όπως αιδούμενοι αλλά και μέγα φρονούντες επί τω πράγματι μάλλον, υπέρ επ΄ευγενείας και λειτουργίας και αξιώμασι προγονικοίς» (Λουκιανου, Περί ορχήσεως)
Μωμό΄εροι: Οι ιερείς του Μώμου, οι ακόλουθοί του στη μεγάλη γιορτή που τελείται κάθε χρόνο την ίδια πάντα χρονική περίοδο, από 25 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου (Δωδεκαήμερο ή Καλαντόφωτα).
«Μωμό΄ερος επί των ημερών μας εσήμαινε κυρίως πρόσωπον μεταμφιεσμένον και με προσωπίδα το οποίον ελάμβανε μέρος εις τας κωμικάς παραστάσεις τας διδομένας από 1 μέχρι 6 Ιανουαρίου, δηλαδή από του νέου έτους μέχρι των Θεοφανείων» (Δ.Κ.Παπαδόπουλος-Σταυριώτης, Τα Μωμο΄έρια – Ποντιακός Καρνάβαλος).
Η προσεκτική μελέτη του δρώμενου δίνει επαρκή στοιχεία να ισχυριστούμε ότι οι Μωμόγεροι δεν είναι απλά προχριστιανικό δρώμενο, που δάνεισε πολλά στοιχεία στη διονυσιακή λατρεία, αλλά υπήρξε το αυτούσιο υλικό της δραματικής τέχνης του Αρίωνα του Μηθυμναίου (διθύραμβος), του Θίασου (ιερατείο διονυσιακής λατρείας) και του Θέσπη (άρμα Θέσπιδος), που αργότερα τελειοποιήθηκε από τον Αισχύλο, το Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη (ελληνικό δράμα).
Η αυτόνομη- παράλληλη πορεία του δρώμενου δεν κλονίστηκε όταν κατέρρεε η διονυσιακή λατρεία και παρήκμαζε το αρχαίο ελληνικό δράμα. Το δρώμενο συνεχίστηκε στον Πόντο κατά τη ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδο και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα ( Νομό Κοζάνης) από τους ξεριζωμένους Πόντιους πρόσφυγες (1923). Κορυφαίο ιστορικό γεγονός, η αναβίωση του δρώμενου την Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009, στο χωριό της Τραπεζούντας Λιβερά, από απογόνους προσφύγων του χωριού, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα.
«…Νυξ δ΄έτεκε στυγερόν τε Μόρον και Κύρα μέλαιναν
και θάνατον τέκε δ΄Ύπνον, έτικτε δε φύλον Ονείρων
δεύτερον αυ Μώμον και Οϊζύν αλγινόεσσαν
ου τινί κοιμηθείσα Θεών τέκε Νυξ ερεβεννή»
Ο Μώμος προέρχεται από το ομηρικό ρήμα μω, που σημαίνει αναζητώ, ψάχνω να βρω ελάττωμα(κουσούρι). Εκφράσεις στα ποντιακά:
« Μω το νόμο σ΄, μω σε, μω π΄έπλανε σε, μω την πίστη σ΄ »
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, άριστο ήταν το έργο που ο Μώμος δεν είχε τίποτα να πει.
«…ο αεί επιζητών και μηδέν των άλλων ικανόν νομίζων,
αλλ΄ενδείν του κρείττονος, αεί παν οτιούν λέγων και διασύρων»
Από το «Μώμος» προέρχονται και οι λέξεις «μίμος» και «μίμησις».
Η λατρεία του Θεού Μώμου τελείται από ιερείς και είναι μυστική και απόκρυφη. Μόνο ευγενείς συμμετέχουν στην ιεροτελεστία.
«… Η Βακχική όρχησις εν Ιωνία μάλιστα και εν Πόντω σπουδαζομένη καίτοι σατυρική ούσα ούτω κεχείρωται τους ανθρώπους τους εκεί ώστε κατά τον τεταγμένον έκαστοι καιρόν απάντων επιλαθόμενοι των άλλων κάθηνται δι ημέρας τιτάνας και κορύβαντας και σατύρους και βουκόλους ορώντες-και ορχούνται γε ταύτα οι ευγενεστάτοι και πρωτεύοντες εν εκάστη των πόλεων ουχ όπως αιδούμενοι αλλά και μέγα φρονούντες επί τω πράγματι μάλλον, υπέρ επ΄ευγενείας και λειτουργίας και αξιώμασι προγονικοίς» (Λουκιανου, Περί ορχήσεως)
Μωμό΄εροι: Οι ιερείς του Μώμου, οι ακόλουθοί του στη μεγάλη γιορτή που τελείται κάθε χρόνο την ίδια πάντα χρονική περίοδο, από 25 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου (Δωδεκαήμερο ή Καλαντόφωτα).
«Μωμό΄ερος επί των ημερών μας εσήμαινε κυρίως πρόσωπον μεταμφιεσμένον και με προσωπίδα το οποίον ελάμβανε μέρος εις τας κωμικάς παραστάσεις τας διδομένας από 1 μέχρι 6 Ιανουαρίου, δηλαδή από του νέου έτους μέχρι των Θεοφανείων» (Δ.Κ.Παπαδόπουλος-Σταυριώτης, Τα Μωμο΄έρια – Ποντιακός Καρνάβαλος).
Η προσεκτική μελέτη του δρώμενου δίνει επαρκή στοιχεία να ισχυριστούμε ότι οι Μωμόγεροι δεν είναι απλά προχριστιανικό δρώμενο, που δάνεισε πολλά στοιχεία στη διονυσιακή λατρεία, αλλά υπήρξε το αυτούσιο υλικό της δραματικής τέχνης του Αρίωνα του Μηθυμναίου (διθύραμβος), του Θίασου (ιερατείο διονυσιακής λατρείας) και του Θέσπη (άρμα Θέσπιδος), που αργότερα τελειοποιήθηκε από τον Αισχύλο, το Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη (ελληνικό δράμα).
Η αυτόνομη- παράλληλη πορεία του δρώμενου δεν κλονίστηκε όταν κατέρρεε η διονυσιακή λατρεία και παρήκμαζε το αρχαίο ελληνικό δράμα. Το δρώμενο συνεχίστηκε στον Πόντο κατά τη ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδο και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα ( Νομό Κοζάνης) από τους ξεριζωμένους Πόντιους πρόσφυγες (1923). Κορυφαίο ιστορικό γεγονός, η αναβίωση του δρώμενου την Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009, στο χωριό της Τραπεζούντας Λιβερά, από απογόνους προσφύγων του χωριού, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα.
Στόχοι του Σωματείου είναι:
Η διατήρηση των Ελληνικών Λαϊκών Παραδόσεων & η αυθεντική
- παρουσίαση μουσικοχορευτικών δρωμένων του λαϊκού μας πολιτισμού.
- Η προβολή του Ελληνικού Πολιτισμού εντός και κυρίως εκτός Ελλάδας.
- Η ανάδειξη της αξίας & συμβολής του Ελληνικού Πολιτισμού στον Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο Πολιτισμό τόσο κατά την αρχαιότητα όσο και σήμερα.
- Η δημιουργία «ζωντανού» λαογραφικού – πολιτιστικού οικισμού στην Βόρεια Ελλάδα.